- ὑποπροάγων
- ὑποπροάγων [pron. full] [ᾰ], οντος, ὁ,A sub-προάγων, Papers of Amer. Sch. at Athens iii No.465 (Seleucia Sidera), nisi leg. ὑπὸ προάγοντα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπροάγων — οντος, ὁ, Α αυτός που είναι κάτω από τον προάγοντα, δευτερεύων προάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προάγων «τίτλος αξιωματούχου», μτχ. τού ρ. προάγω] … Dictionary of Greek